πλοχμός — locks masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμοῖς — πλοχμός locks masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμοῖσι — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμοῖσιν — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμοί — πλοχμός locks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμοῦ — πλοχμός locks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμούς — πλοχμός locks masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμῷ — πλοχμός locks masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοχμόν — πλοχμός locks masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… … Dictionary of Greek