πλοχμός

πλοχμός
-oῡ, ὁ, Α
1. πλόκαμος, πλεξίδα
2. (ειδικά) το πλοκάμι τού χταποδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *πλοκ-σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ- τού πλέκω + επίθημα *-smo-, με σίγηση τού -σ- και τροπή τού άηχου -κ- σε δασύ -χ- (πρβλ. -ιω-χμός, ρω-χμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλοχμός — locks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖς — πλοχμός locks masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖσι — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖσιν — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοί — πλοχμός locks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῦ — πλοχμός locks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμούς — πλοχμός locks masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμῷ — πλοχμός locks masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμόν — πλοχμός locks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”